Άρθρο του Vincent Descombes στον Le Monde Diplomatique (Φεβρουάριος 2014) σε μετάφραση Hollowsky
Λέγεται ότι δεν πρέπει να συζητάμε για τις λέξεις αλλά για τα πράγματα. Αναμφίβολα. Όμως συμβαίνει να μη γνωρίζουμε καλά ποια πράγματα εννοούν οι λέξεις που χρησιμοποιούμε. Αυτό συμβαίνει και με τη λέξη «ταυτότητα». Ξεπηδάει σε κάθε λογής διαμάχες και αντιπαραθέσεις, είτε αφορούν την εθνική ταυτότητα, την εβραϊκή ταυτότητα, την κομμουνιστική ταυτότητα, ή τις σεξουαλικές ταυτότητες, κ.λπ. Ασφαλώς, το διακύβευμα αυτών των συζητήσεων κρύβεται κάθε φορά στα επίθετα που συνοδεύουν την εκάστοτε ταυτότητα και την χαρακτηρίζουν.
Αλλά σε τι χρησιμεύουν αυτοί οι χαρακτηρισμοί; Χρησιμεύουν προκειμένου να προσδιοριστεί με όρους συλλογικής ταυτότητας η ομάδα, την οποία μπορεί να επικαλεστεί κανείς —προκειμένου, δηλαδή, να δοθεί απάντηση στο ερώτημα: «Ποιοι είμαστε εμείς, ένα έθνος, ένας λαός, ένα κόμμα, κ.ο.κ.;». Ή πάλι, χρησιμεύουν ώστε να πολλαπλασιάσει κανείς τις οπτικές γωνίες γύρω από το ποιος είναι, δίνοντάς στον εαυτό του μια πληθυντική ταυτότητα ως απάντηση στο ερώτημα: «Ποιος είμαι εγώ;».
Ανέκαθεν χρησιμοποιούσαμε τη λέξη ταυτότητα αποκλειστικά και μόνο για να υποδείξουμε ένα συγκεκριμένο «αντικείμενο», δηλαδή για να πούμε ότι π.χ. το τάδε πρόσωπο είναι αυτό που λέει ότι είναι, ή ότι είναι αυτό που αναζητούμε με το δείνα όνομα, ή ακόμα για να πούμε ότι δυο ονόματα αναφέρονται στο ίδιο πράγμα (π.χ. «λίμνη Λεμάν» = «λίμνη της Γενεύης»). Σήμερα όμως, αυτή η λέξη έχει συχνά άλλη έννοια. Ερχόμενη από τις αμερικάνικες κοινωνικές επιστήμες, εισήλθε στην καθημερινή γλώσσα μας με όχημα την έννοια της identity politics (στα γαλλικά θα το λέγαμε μάλλον «communautarisme», «κοινοτισμό»). Η identity politics αξιώνει να αναγνωρίζεται το δικαίωμα καθενός ανθρώπου ότι ανήκει σε αυτή ή την άλλη κοινότητα στο εσωτερικό της σύνολης κοινωνίας, καθώς και το δικαίωμά του να μπορεί αυτό να το εκφράζει. Εδώ λοιπόν, η έννοια της ταυτότητας παραπέμπει στην ιδέα μιας πολιτικής των ταυτοτήτων, σύμφωνα με την οποία οι επιλογές κάθε ψηφοφόρου πρέπει να απορρέουν από την κοινότητα των καταβολών του μάλλον, παρά από τις προσωπικές απόψεις του ως πολίτη. Αυτό βάζει ασφαλώς ορισμένα θέματα.
Ο λόγος είναι ότι, ενώ θεωρείται σημαντική η υπεράσπιση της διαφορετικότητας και η ελευθερία καθενός να είναι ο εαυτός του, είναι δύσκολο να δούμε ποιος είναι ο πραγματικός υπερασπιστής αυτών των δικαιωμάτων. Είναι άραγε εκείνος που διακηρύσσει το δικαίωμα μιας μειοψηφίας να τηρεί τα έθιμά της (π.χ. τις παραδοσιακές φορεσιές της, τις παραδοσιακές διατροφικές συνήθειές της, το ημερολόγιό της, κ.λπ.); Ή μήπως είναι εκείνος που υποστηρίζει ότι, εάν δοθεί μια συλλογική ταυτότητα σε ένα πληθυσμό, τότε λησμονείται το γεγονός ότι αυτός αποτελείται από άτομα, τα οποία δεν δέχονται πάντοτε να τα θεωρούμε σαν ομοειδείς εκπροσώπους μιας κοινής «ταυτότητας» − ωσάν το γεγονός και μόνο ότι είμαι Γάλλος πολίτης, να μου επιβάλλει το καθήκον να συμμορφώνομαι με διάφορα στερεότυπα, τα οποία καθορίζουν, όπως λένε κάποιοι, τι σημαίνει το να είσαι «αληθινός Γάλλος», τη σπάνια ουσία της «γαλλικότητας»;
Ένα πρόβλημα «πολλαπλών εντολών»
Πολύ συχνά πιστεύουμε ότι μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτό το εννοιολογικό βάσανο χάρη σε μια μεσοβέζικη λύση: να δεχτούμε ότι οι συλλογικές ταυτότητες υπάρχουν και επομένως ότι πρέπει να τις αναγνωρίσουμε, υπό τον όρο όμως ότι δεν θα μειώνουν την ατομικότητα καθενός, δηλαδή την απάντησή του στο «ποιος είμαι εγώ;». Διότι υποτίθεται ότι η προσωπική ταυτότητα είναι πάντοτε πληθυντική, και μάλιστα όχι μόνο κατά μια έννοια αλλά δυο. Κατά μια πρώτη έννοια, επειδή σε κάθε στιγμή της ζωής μου αναγνωρίζω ότι εμπλέκομαι σε κάθε λογής δεσμούς με άλλα άτομα και αντλώ από αυτούς τους δεσμούς ένα νόημα του εαυτού μου τόσο πολλαπλό όσο και οι κοινότητες στις οποίες ανήκω. Και κατά μια δεύτερη έννοια, επειδή σε όλη μου τη ζωή δεν σταματώ να εξελίσσομαι, να μετασχηματίζομαι, οπότε να είναι αδύνατο να παγιωθεί η προσωπική ταυτότητά μου σε ένα αναλλοίωτο ορισμό. Επομένως, υποτίθεται ότι δεν υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στη δήλωση της συλλογικής ταυτότητας και τη δήλωση της προσωπικής ταυτότητας.
Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα με αυτή την έννοια της «πληθυντικής ταυτότητας» είναι ότι πολύ γρήγορα καταλήγουμε να μην ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε… Φανταζόμαστε ότι είναι εύκολο να έχουμε πολλές ταυτότητες, επειδή νομίζουμε πως είναι κάτι σαν να έχεις πολλά μπιλιέτα με το όνομα, το επάγγελμα, τη διεύθυνση και το τηλέφωνό μας. Ωστόσο, αυτά τα επισκεπτήριά μου, όσα κι αν είναι, με παρουσιάζουν πάντοτε σαν ένα και το αυτό πρόσωπο. Οι λεγόμενες «κονστρουκτιβιστικές» θεωρίες τονίζουν ότι δεν πρέπει να παγιώνουμε την ταυτότητα κανενός επειδή, λένε, ο κάθε άνθρωπος είναι ένα ζωντανό και ιστορικό πρόσωπο, και επομένως είναι ένα ον που εμπλέκεται ασταμάτητα σε ένα ζωτικό και υπαρκτικό μεταβολισμό με το περιβάλλον του. Αυτές οι θεωρίες μάς καλούν λοιπόν να θεωρούμε ότι η ταυτότητα είναι κάτι που μπορεί να μεταβάλλεται, να αλλάζει. Όμως το ζήτημα παραμένει: πώς είναι δυνατό να αλλάξει η ταυτότητά μου χωρίς εγώ ο ίδιος να έχω γίνει κάποιος άλλος; Και αν τελοσπάντων έγινα κάποιος άλλος, τότε πού υπάρχει η δική μου ταυτότητα, η ταυτότητα που μου επιτρέπει να λέω ότι είμαι πάντοτε εγώ, αλλά απλώς αλλάζω διαρκώς από την αρχή έως το τέλος της ζωής μου;