Μάς γίνεται οικείο το Σκοτάδι –
Καθώς χάνεται γύρω μας το Φως –
Όπως κρατά η γειτόνισσα φανάρι
Σαν στέκουμε γι’ Αποχαιρετισμό –
Για μια Στιγμή – αβέβαιοι πατούμε
Η νύχτα καθώς είν’ πρωτόγνωρη –
Η Ματιά – έπειτα – μαθαίνει στο
Σκοτάδι –
Και παίρνουμε το δρόμο – σθεναροί
–
Κι έτσι από ακόμη πιο μεγάλα –
Σκότη –
Εκείνα του μυαλού τ’ απόβραδα –
Π’ ούτε Φεγγάρι να σταθεί σημάδι –
Ούτε Άστρα – να προβάλλουν – μέσα
μας –
Οι πιο Γενναίοι – λίγο ψηλαφίζουν
–
Χτυπούν και σ’ ένα δέντρο κάποτε
Στα ίσα πάνω με το μέτωπό τους –
Μα όπως μαθαίνουν πια να βλέπουνε
Ή αλλάζει τη μορφή του το Σκοτάδι
–
Ή κάτι στη δική τους της ματιά
με τα μεσάνυχτα πια συνταιριάζει –
Και ίσια η Ζωή σχεδόν τραβά.
Έμιλυ Ντίκινσον (1862)
από το βιβλίο
Emily Dickinson, Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά
(εκδ. Gutenberg, 2013)