![]() |
Γιάννης Σκαρίμπας (28/09/1893-21/01/1984) |
Λοιπόν ωραία! Εφτάσαμε, ποιος ξέρει
από τι κήπους
ξένα πουλιά γης άγνωστης −Πρώσσοι
εδώ ατενείς−
κι είμαστ’ εδώ (στης χάλκινης
καρδιάς μας μπρος τους χτύπους)
μ’ άγνωστο εντός μας γύρισμα και ρόγχο
μηχανής.
Κι ήταν ωραία −πρώτο φτερό− άκρη, άκρη
τ’ ακρωτήριου
της χίμαιρας ως στάθκαμε με πόζες
και ρυθμούς,
με στήθος κούφιο, ακούοντας εντός μας
του μυστήριου
τη ρόδα, πόθους να γυρνά, γρανάζια
κι αριθμούς.
Πρώτο φτερό −τι πήδημα!− Παράδεισος
που εχάθη
η πρώτη ανυπαρξία μας (αργά τάχα ή
νωρίς;)
κι είμαστ’ −α-χά!− απ’ το υλικό
(να ζούμε χωρίς λάθη)
πούν’ −με σοφία− οι ηλίθιοι και η
σοφοί ’ν’ χωρίς.
Λειψοί ή περισσοί; Αίνιγμα! Μυστήριο
γύρω οι τόποι
κι ο σπαραγμός της μύτης μας μοιάζει
άνθος τ’ ουρανού
−δε φτάσαμε ή περάσαμε− κι εμείς −
νάμαστ’ ανθρώποι;
δώθες τάχα σταθήκαμε∙ ή πέρα από
το νου;
Τα ρομπότ
από τη συλλογή Εαυτούληδες (1950)
στο Άπαντες οι στίχοι 1936-1970 (εκδ. Νεφέλη, 2010)
*
«[…] Βάρδα… λέω
ιδόντας −κεί− νάρχεται η Ρίτα Γκαβέρα. Αυτή η πολυλογού θα με ζάλιζε. Μα αυτή
δεν εστάθη. Διάβηκε από μπρος μου, σαν έπιπλο εξευγενισμένο και σκούρο. Νάβλεπε;
Αδύνατο. Νάκουε; Μπα. Είχε φάει δυο έφηβων −προψές το βράδυ− νεφρά, κ’ εννοούσε
αντιθέτως. Ήθελε να πει «η συνεδρίασις άρχεται»
κι έλεγε «η αρχή συνεδριάζει». Ήθελε να πάει να ιδεί ποιος τη φώναξε και πήγαινε
να φωνάξει −αυτή!− ποιος την είδε! Ήταν κοντολογής, δυστυχής…
Αχ, την κακομοίρα! Κάνω και τραβάω πίσωθέ της. Την ανακόφτω μονοκόμματη, εκεί
στη γωνία του δρόμου: Ρίτα, λέω, τι σου εγίνη; Θέλεις λάδωμα; Αντίς άλλης απάντησης,
αυτή μου μίλησεν έτσι:
Η βόλτα πήρε ανάποδα
και το ψηλά καθέτως∙
κι αντίς το ποιος με
φώναξε
να βγω να ιδώ −αντιθέτως
(εγώ που μήδε ήξερα
και που νοούσα μήδε)
βγήκα στην πόρτα ανάποδα
και φώναξα: «ποιος μ’
είδε;»
Κι έμοιαζε σαν πολλαπλασιασμός δεκαδικών με ακεραίων… Η
φουκαριάρα είχε πάθει αναποδισμό των τροχών… Κι έφυγε. Έφυγε νοτιοανατολική σαν
ικρίωμα γυναικείων φορεμάτων. […]»
από Το σόλο του Φίγκαρω
(1938)