«Έχουν περάσει πια οι
εποχές όπου μπορούσε κανείς να πει πως η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Σήμερα
αντιθέτως, το όπιο (και με αυτό εννοώ κάθε είδους ναρκωτικές ουσίες)
έχει γίνει η θρησκεία του λαού. Παρά το γεγονός ότι οι καταναλωτές τους αφήνουν
πίσω τους, προς στιγμήν τουλάχιστον, τη δυστυχία της έλλειψης νοήματος, αυτό
που αναζητούν και βιώνουν στις εκστάσεις τους δεν είναι ‘‘νόημα’’. Όταν
επιστρέφουν απ’ το ‘‘τριπάκι’’ τους, κανείς τους δεν είπε ποτέ ότι βίωσε εκειπέρα
μια απουσία της έλλειψης νοήματος, ή, θετικά μιλώντας, κάποιο ‘‘νόημα’’.
Απεναντίας, όλοι και όλες λένε μόνο πόσο ‘‘όμορφο’’ ήταν αυτό που
βίωσαν. Κι αυτό το τριπάκι είναι προφανώς κάτι το απόλυτο, δηλαδή κάτι που δεν
έχει καμιά σχέση ούτε με το νόημα, ούτε με την έλλειψη νοήματος. Δεν υπάρχει
αμφιβολία: αυτή η κατάσταση που αντιπαρατίθεται στο ανυπόφορο κενό νοήματος,
δεν λέγεται πρόσκτηση νοήματος αλλά ευτυχία, ή για να είμαστε
ακριβέστεροι τεχνητή ευτυχία. (…)
Ζούμε σε μια ευδαιμονιστική,
ή πιο σωστά ηδονιστική εποχή. Αυτό δεν είναι απλώς παράξενο, είναι
σκανδαλώδες δεδομένου ότι καθημερινά αυξάνονται οι πιθανότητες μιας παγκόσμιας
καταστροφής και δεδομένου ότι αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει καλά ο καθένας
μας. Ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι προτιμούν
να σκοτώνουν την ώρα τους ψάχνοντας την ‘‘ευφορία’’, αντί να βρίσκονται σε
κατάσταση σοκ μπροστά σε αυτή την ολέθρια πιθανότητα, δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνουν καλά τον
κίνδυνο αλλά μάλλον επειδή τον καταλαβαίνουν.
Έτσι, την ευτυχία που οι
πατεράδες και οι παππούδες μας, αλλά κι εμείς οι ίδιοι, υποσχεθήκαμε ότι θα
έρθει με το μετασχηματισμό της απάνθρωπης κοινωνίας μας σε μια κοινωνία ανθρώπινη,
σήμερα την παρέχουν τα χάπια κι οι ουσίες που ‘‘σε ανεβάζουν’’. Κι αυτό
το ‘‘φτιάξιμο’’ δεν το ψάχνουν με δική τους πρωτοβουλία, αλλά συχνά τους το επιτρέπουν
και μάλιστα τους εξωθούν να το αναζητούν, διότι το πολιτικό κατεστημένο
δεν περιφρονεί καθόλου, ούτε κι αποστρέφεται αυτά τα αποπολιτικοποιημένα κι
αποθαρρυμένα ‘‘όμορφα παιδιά’’. Απεναντίας, τα αντιπαθεί πολύ λιγότερο απ’ όσο
αντιπαθούσε τους πολιτικούς αντιπάλους του.
Το όπιο έγινε η θρησκεία
του λαού και μάλιστα το κατεστημένο το προωθεί ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό. Τον
πιλότο που βομβάρδισε τη Χιροσίμα τον είχαν χαπακώσει, για να μη σκέφτεται (να
μη σκέφτεται «αρρωστημένα», όπως είπαν) τις ηθικές και πολιτικές συνέπειες των
βομβαρδισμών στους οποίους συμμετείχε. Τον είχαν ‘‘φτιάξει’’ για να τον αποπολιτικοποιήσουν
και να του διαλύσουν το ηθικό. (…)
Όπως και να ‘χει, είναι
σίγουρο πως τα ναρκωτικά προωθήθηκαν για να σκεπαστεί η έλλειψη νοήματος και
χρησιμοποιήθηκαν ως μέσα για να καταλαγιάζουν κάθε διάθεση αμφισβήτησης και να
εξασφαλίζουν την άνευ όρων υπακοή, δηλαδή ως μέσα ενσωμάτωσης. (…)
Από κοντά και τα μπλιμπλίκια…
«Τι κάνει όλους τους
ανθρώπους γύρω μας να παίζουν ακατάσχετα με μηχανήματα; Τι ψάχνουν, τι
τους ικανοποιεί σ’ αυτό και δεν μπορούν να ξεκολλήσουν; Ασφαλώς, μια πολύ σωστή
απάντηση θα ήταν η εξής: το κάνουν επειδή, όπως κι εκατομμύρια άλλοι κάτοικοι
των μεγαλουπόλεων, έχουν ανάγκη από υποκατάστατα κι επειδή αυτά τα
μηχανήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν υποκατάστατα για το κορίτσι ή το φίλο
που δεν έχουν. Ωστόσο, αυτή η απάντηση δεν μπορεί να ικανοποιήσει όποιον τους
βλέπει, άναυδος, με τα ίδια του τα μάτια καθώς παίζουν. Η ένταση του πάθους
τους, το βάθος της απορρόφησής τους και η πλήρης αδυναμία τους να διακόψουν το
παιχνίδι τους, όλα αυτά μαρτυρούν πως δεν πρόκειται για απλή υποκατάσταση.
Πράγματι, το πρώτο που
βλέπει κανείς είναι, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν πάψει να ενδιαφέρονται
για πραγματικά κορίτσια, ή φίλους με σάρκα και οστά. Προτιμούν τα μηχανήματα
από τους ζωντανούς ανθρώπους. Η υπόθεση λοιπόν ότι έχουν τα μηχανήματα σαν
υποκατάστατα, δεν είναι μόνο ανεπαρκής, είναι και αφελής. Όχι μόνο
υποθέτει κάτι που δεν αντιστοιχεί στα πραγματικά δεδομένα, αλλά παρερμηνεύει τα
πραγματικά δεδομένα θεωρώντας πως οι ανθρώπινες σχέσεις εξακολουθούν να είναι
κατά πρώτο λόγο σχέσεις μεταξύ προσώπων. Σήμερα όμως, τις περισσότερες
φορές ισχύει το εντελώς αντίθετο: ο καθημερινός κόσμος που έχουμε μπροστά μας
είναι πρώτα-πρώτα ένας κόσμος πραγμάτων και μηχανημάτων, στον οποίον
υπάρχουν επίσης και άλλοι άνθρωποι ─δεν είναι ένας κόσμος προσώπων όπου υπάρχουν,
επίσης, πράγματα και μηχανήματα.
Αν ποτέ η ψυχολογία
πάρει είδηση αυτή την αντιστροφή, τότε θα πρέπει να ερευνήσει κατά πόσο η
ψυχική αλλά και η συναισθηματική (κυρίως αυτή) ζωή μας έχει προσαρμοστεί σε
αυτήν, ή αν βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από την πλήρη προσαρμογή μας σε αυτήν.
Δηλαδή εάν και κατά πόσο ένα μεγάλο μέρος από τη συναισθηματική μας ενέργεια
εξακολουθεί να μην επενδύεται στα μηχανήματά μας. (…)
Πάντως ότι δεν πρόκειται
για υποκατάστατα, το βλέπει κανείς στα πρόσωπα και στις εκφράσεις αυτών που
παίζουν κολλημένοι στα μηχανήματα. Σ’ αυτά τα πρόσωπα δεν βλέπεις μόνο ν’
αντανακλώνται συγκινήσεις όπως αυτές ενός παίκτη στο καζίνο του Μόντε Κάρλο ή
οποιουδήποτε τυχερού παιχνιδιού. Βλέπεις και κάτι άλλο: οργή κι εκδίκηση.
Αλλά γιατί; Γιατί αυτοί
οι άνθρωποι είναι οργισμένοι; Με ποιον είναι θυμωμένοι; Ποιον θέλουν να
εκδικηθούν; Είναι οργισμένοι με τα μηχανήματα κι αυτά θέλουν να εκδικηθούν!
Αλλά ποια μηχανήματα;
Το τραύμα της βιομηχανικής εποχής
Όχι, δεν είναι
οργισμένοι με τα μηχανήματα με τα οποία παίζουν κολλημένοι, ούτε αυτά θέλουν να
εκδικηθούν. Αυτά τα μηχανήματα δεν του έχουν κάνει τίποτα και θα μπορούσε
κανείς να τα πει και σχεδόν αθώα. Σχεδόν και μόνο σχεδόν, διότι είναι
συνένοχα μ’ εκείνον που τους εξοργίζει και γυρεύουν να εκδικηθούν. Κι είναι
συνένοχα, διότι ο μόνος λόγος ύπαρξής τους είναι να στρέφουν την οργή των
ανθρώπων μακριά από τους πραγματικά υπεύθυνους. Είναι μηχανήματα αποπροσανατολισμού
και εξουδετέρωσης των αντιδράσεων. (…)
Ποιοι είναι όμως οι
πραγματικά υπεύθυνοι; Είναι οι μηχανές με τις οποίες οι άνθρωποι είναι
υποχρεωμένοι να περνούν τη ζωή τους και να τις υπηρετούν απ’ το πρωΐ ως το βράδι.
Προς αυτές κατευθύνεται στην πραγματικότητα η οργή των ανθρώπων κι από αυτές
ζητούν εκδίκηση. (…)
Τι εννοώ; Ότι οι εργάτες
κι οι εργαζόμενοι βαστάνε την οργή τους προς τις μηχανές και τα μηχανήματα με
τα οποία δουλεύουν 8 και 10 ώρες τη μέρα, και την αφήνουν να βγαίνει στα
μηχανήματα με τα οποία παίζουν κολλημένοι όταν αφήσουν πίσω τους τούς τόπους
δουλειάς.
Βέβαια, οι ίδιοι δεν το
καταλαβαίνουν κι είναι σημαντικό για την απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος
να μην το συνειδητοποιούν. Αυτό το πετυχαίνει η ‘‘ψυχοτεχολογία’’ με τη
χειραγώγηση των ψυχών μας. Τι κάνει; Ποινικοποιεί την ιδέα ενός ξεσπάσματος
εναντίον των μηχανών, ή ακριβέστερα μετατρέπει σε ταμπού ακόμα και την
απλή σκέψη ότι είναι δυνατό κάποιος να αισθάνεται άσχημα με την τεχνολογία
γενικά. Κι αυτό το ταμπού διαπερνάει όλες τις τάξεις και όλα τα
συστήματα. (…)
Αυτό το ταμπού δεν απαγορεύει
μόνο στη σκέψη να αναγνωρίσει την πραγματικότητα, αλλά και στα ίδια τα
αισθήματα να τη νιώσουν όπως είναι. Σε αυτή την κατάσταση είμαστε σήμερα σε
Δύση και Ανατολή. (…)»
Γκύντερ Άντερς, Η απαρχαίωση του ανθρώπου, τ. Β’
«Για την καταστροφή της ζωής
στην εποχή της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης»
(κείμενα 1951-1975)