![]() |
Richard Moran |
Συνεχίζοντας τη σειρά αναρτήσεών μας για μια κριτική του
αντικοινωνικού σολιψισμού -εμείς τον λέμε και αυτοπεριδίνηση- στις πιο βαθιές πτυχές των ιδεών που τρέχουν σήμερα
στους δρόμους, παρουσιάζουμε τον εξαιρετικό σχολιασμό ενός πολύ παλιού αποσπάσματος, το οποίο είχαμε δημοσιεύσει εδώ πριν από δυο χρόνια παρά λίγες μέρες.
Ξεκινάμε με το απόσπασμα από τα Δοκίμια πάνω στις Πνευματικές Δυνάμεις του Ανθρώπου (1788) του Thomas Reid, που είχαμε δημοσιεύσει εδώ, και στη συνέχεια παραθέτουμε, σε δική μας απόδοση, το σχολιασμό του από το
βιβλίο του Αμερικανού φιλόσοφου Ρίτσαρντ Μοράν The Exchange of Words,το οποίο κυκλοφόρησε 230 χρόνια αργότερα, πριν από ένα
μήνα.
Ο χωρισμός σε ενότητες
και οι τίτλοι των αποσπασμάτων είναι δικοί μας επίσης, για να γίνει πιο ευανάγνωστο εδώ.
Καλή ανάγνωση, γενναίες και γενναίοι μας! —Σημ. ΗS
Α.
Β.
«(…) Οι συντελεστικές λειτουργίες του
ανθρώπινου πνεύματος μπορούν να χωριστούν σε δυο κατηγορίες: τις μονήρεις και
τις κοινωνικές. Ονομάζω μονήρεις εκείνες τις συντελεστικές λειτουργίες του νου, τις οποίες
μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος μόνος, χωρίς να σχετίζεται με κανένα άλλο νοήμον
ον. Ονομάζω κοινωνικές εκείνες τις συντελεστικές λειτουργίες του νου, που δεν
μπορούν να γίνουν χωρίς μια κοινωνική σχέση με κάποιο άλλο νοήμον ον.
Ένας άνθρωπος μπορεί να βλέπει, να ακούει, να θυμάται, να κρίνει, να συλλογίζεται, μπορεί ακόμα να αποφασίζει, να κάνει σχέδια και να τα εκτελεί, όλα αυτά χωρίς να εμπλέκεται κανένα άλλο νοήμον ον. Αυτές είναι οι μονήρεις πράξεις. Όταν όμως κάνει μια ερώτηση θέλοντας να λάβει μια πληροφορία, όταν δίνει τη μαρτυρία του για κάποιο γεγονός, όταν δίνει μια εντολή στον υπηρέτη του, όταν δίνει μια υπόσχεση ή όταν συνάπτει ένα συμβόλαιο, όλες αυτές οι πράξεις είναι κοινωνικές πράξεις του πνεύματος, οι οποίες δεν μπορούν να υπάρξουν καν χωρίς την εμπλοκή κάποιου άλλου νοήμονος όντος, που μετέχει σε αυτές.
Η σημαντική διαφορά ανάμεσα στις συντελεστικές λειτουργίες του νου τις οποίες, ελλείψει κάποιου καλύτερου όρου, ονόμασα μονήρεις και αυτές που ονόμασα κοινωνικές, είναι η εξής: Στην περίπτωση της μονήρους νοητικής διεργασίας, δεν είναι αναγκαία η έκφρασή της με λέξεις ή με κάποιο άλλο σημείο. Όμως σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές νοητικές λειτουργίες, η έκφρασή τους με λέξεις ή με κάποιο άλλο σημείο είναι ουσιώδης. Αυτές δεν μπορούν καν να υπάρξουν εάν δεν εκφραστούν με λέξεις ή με σημεία, και αν δεν γνωστοποιηθούν στον άλλον, που μετέχει σε αυτές.»
Ένας άνθρωπος μπορεί να βλέπει, να ακούει, να θυμάται, να κρίνει, να συλλογίζεται, μπορεί ακόμα να αποφασίζει, να κάνει σχέδια και να τα εκτελεί, όλα αυτά χωρίς να εμπλέκεται κανένα άλλο νοήμον ον. Αυτές είναι οι μονήρεις πράξεις. Όταν όμως κάνει μια ερώτηση θέλοντας να λάβει μια πληροφορία, όταν δίνει τη μαρτυρία του για κάποιο γεγονός, όταν δίνει μια εντολή στον υπηρέτη του, όταν δίνει μια υπόσχεση ή όταν συνάπτει ένα συμβόλαιο, όλες αυτές οι πράξεις είναι κοινωνικές πράξεις του πνεύματος, οι οποίες δεν μπορούν να υπάρξουν καν χωρίς την εμπλοκή κάποιου άλλου νοήμονος όντος, που μετέχει σε αυτές.
Η σημαντική διαφορά ανάμεσα στις συντελεστικές λειτουργίες του νου τις οποίες, ελλείψει κάποιου καλύτερου όρου, ονόμασα μονήρεις και αυτές που ονόμασα κοινωνικές, είναι η εξής: Στην περίπτωση της μονήρους νοητικής διεργασίας, δεν είναι αναγκαία η έκφρασή της με λέξεις ή με κάποιο άλλο σημείο. Όμως σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές νοητικές λειτουργίες, η έκφρασή τους με λέξεις ή με κάποιο άλλο σημείο είναι ουσιώδης. Αυτές δεν μπορούν καν να υπάρξουν εάν δεν εκφραστούν με λέξεις ή με σημεία, και αν δεν γνωστοποιηθούν στον άλλον, που μετέχει σε αυτές.»
Ξεκινώντας,
ο Μοράν επισημαίνει ότι, η διάκριση που κάνει ο Ρηντ ανάμεσα σε «μονήρεις
νοητικές λειτουργίες» και «κοινωνικές
νοητικές πράξεις», βρίσκεται σε δυσαρμονία με τη
σύγχρονη σκέψη για το νου και τις νοητικές δυνάμεις. Μάλιστα θεωρεί ότι, εάν τη
δούμε σοβαρά, τότε θα προκύψει θα είναι μια πολύ μεγάλη αναθεώρηση της εικόνας
που έχουμε για το νου.
Στις
«μονήρεις» συντελεστικές λειτουργίες του νου, που τις αποκαλεί
έτσι επειδή η ολοκλήρωσή τους δεν εμπλέκει τη σχέση με ένα άλλο νοήμον ον, ο
Ρηντ περιλαμβάνει
φαινόμενα οικεία στην φιλοσοφία του νου και την ηθική φιλοσοφία: το να βλέπει
κανείς, να ακούει, να θυμάται, ή να διατυπώνει μια κρίση. Στις «κοινωνικές νοητικές πράξεις» συμπεριλαμβάνει
το να δίνει κανείς μαρτυρία για ένα γεγονός, μια
εντολή, μια υπόσχεση, ή να συνάπτει συμβόλαιο.
Η σύγχρονη, ουσιαστικά
σολιψιστική οπτική
Από
την πλευρά της σύγχρονης οπτικής, τονίζει ο Μοράν, μια αντίρρηση σε αυτή τη
διάκριση θα ήταν ότι πρόκειται για ψευδή αντίθεση. Γιατί; Διότι τα περιεχόμενα καθεμιάς
από αυτές τις δυο ομάδες δεν ανήκουν σε κάποια γενικότερη κατηγορία ώστε ν’ αποτελούν
δυο διαφορετικά είδη εντός της. Σύμφωνα με αυτή την αντίρρηση, το να βλέπει
κανείς, να ακούει, να θυμάται, ή να διατυπώνει μια κρίση, όλα αυτά είναι γνήσια νοητικά φαινόμενα· όμως το να
δίνει κανείς μαρτυρία για ένα γεγονός, να δίνει μια εντολή, μια υπόσχεση, ή να
συνάπτει συμβόλαιο, όλα αυτά δεν είναι παρά αποτελέσματα,
εξωτερικές εκφράσεις κάποιων γνήσια νοητικών φαινομένων, όπως είναι π.χ. το
να σχηματίζει κανείς μια πεποίθηση, μια πρόθεση, ή να επιθυμεί κάτι. Άρα ο Ρηντ
δεν επισημαίνει κάποια διαφορά ανάμεσα σε δυο είδη νοητικών συντελεστικών
λειτουργιών (μονήρεις/κοινωνικές), αλλά μάλλον τη διαφορά ανάμεσα στις γνήσια
νοητικές συντελεστικές λειτουργίες —οι οποίες είναι όλες τους
μοναχικές, εσωτερικές στο άτομο—, και στις ποικίλες δράσεις,
κάποιες από τις οποίες εμπλέκουν άλλους ανθρώπους και εκπηγάζουν από αυτές τις
ατομικές εσωτερικές νοητικές λειτουργίες.
Κατά
τη σύγχρονη άποψη λοιπόν, οι γνήσια νοητικές συντελεστικές λειτουργίες πηγάζουν
μέσα από το άτομο —και αν
συμβεί να εκδηλωθούν προς τα έξω, αυτό θα γίνει είτε έμμεσα, από κάτι που θα κάνει
το άτομο (π.χ. ομιλία ως έκφραση μιας πεποίθησης ή επιθυμίας), είτε άμεσα (π.χ.
κοκκίνισμα ως έκφραση ντροπής).
Η έκφραση: ουσιώδες ή συμπτωματικό
χαρακτηριστικό του νου;
Σε
αντίθεση με αυτή την άποψη, μας εξηγεί ο Μοράν, ο Ρηντ υποστηρίζει ότι το να
δίνει κανείς μαρτυρία για ένα γεγονός, να δίνει μια εντολή, μια υπόσχεση, ή να
συνάπτει συμβόλαιο, όλα αυτά είναι καθεαυτά
νοητικές πράξεις και όχι απλώς
υποπροϊόντα, ή εξωτερικά σημεία εσωτερικών νοητικών πράξεων του ατόμου. Μάλιστα,
υποστηρίζει ότι η έκφραση αποτελεί ουσιώδες και όχι συμπτωματικό (κατά
συμβεβηκός) χαρακτηριστικό των κοινωνικών νοητικών λειτουργιών, τις οποίες δεν
διστάζει να ονομάσει και «κοινωνικές νοητικές πράξεις».
Αυτά
σημαίνουν ότι ο Ρηντ χρησιμοποιεί τους όρους «νους», «νόηση» και «νοητικός» πάρα
πολύ διαφορετικά από τη σύγχρονη φιλοσοφία. Πού βρίσκεται η διαφορά; Στο ότι η σύγχρονη
φιλοσοφία δεν μπορεί να κατανοήσει πώς είναι δυνατόν η έκφραση να αποτελεί ουσιώδες
χαρακτηριστικό μιας νοητικής συντελεστικής λειτουργίας. Και αυτό είναι
αναμενόμενο, εξηγεί ο Μοράν, εφόσον η μοντέρνα φιλοσοφία κατανοεί τη νοητική
ζωή είτε με την ενδοσκοπική λογική, είτε κατά το πρότυπο του υπολογιστή, ή
νευρολογικά. Έτσι, το κατά πόσο μια νοητική λειτουργία θα λάβει εξωτερική
έκφραση στη συμπεριφορά του ατόμου, ή κατά πόσο σαρκώνεται στο ίδιο το ζωντανό
άτομο (και όχι π.χ. σε κάτι το μηχανικό, ή σ’ ένα μεμονωμένο και ξεκομμένο
εγκέφαλο), δεν θεωρείται ουσιώδες χαρακτηριστικό της.
Οι κοινωνικές
νοητικές πράξεις ως απεύθυνση προς
ένα άλλο νοήμον ον
Είδαμε
όμως ότι ο Ρηντ, εντελώς αντίθετα προς την παραπάνω αντίληψη, θεωρεί πως
υπάρχει μια τάξη νοητικών συντελεστικών λειτουργιών υπάρχουν μόνο ως εκφραζόμενες.
Αυτό μας οδηγεί να θέσουμε μια σειρά από ερωτήματα:
·
Πώς
εννοεί ο Ρηντ το «νοητικό»;
·
Είναι
σωστό να αποδίδεται ο χαρακτηρισμός «νοητική» σε μια λειτουργία η οποία δεν
είναι “εσωτερική” του ατόμου, όπως π.χ. το να
συνάπτει κανείς ένα συμβόλαιο;
Eίναι σαφές ότι, λέγοντας «έκφραση»,
ο Ρηντ δεν εννοεί απλώς όσα μπορούν να κάνουν ορατό ή διακριτό εξωτερικά κάτι
το εσωτερικό. Ίσα-ίσα λέει πως, αυτό που είναι ουσιώδες στις «κοινωνικές νοητικές
λειτουργίες/πράξεις», είναι το γεγονός ότι η έκφρασή τους δεν αποτελεί μια
παθητική εκδήλωση (με μια έκφραση προσώπου ή με τη φωνή) κάποιας εσωτερικής
κατάστασής του.
Ας
το δούμε από πιο κοντά με τη βοήθεια του Μοράν. Η εκφραστική πράξη που
πραγματώνει ή ολοκληρώνει τις «κοινωνικές νοητικές λειτουργίες», είναι κατά πρώτιστο
λόγο μια λεκτική πράξη. Εδώ, η έννοια
“έκφραση” διακρίνεται κατά το ότι δεν αναφέρεται σε ένα εκφραστικό μέσον απλώς (ομιλία,
γλώσσα), αλλά είναι έκφραση η οποία
απευθύνεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Ρηντ οι
λεκτικές συντελεστικές νοητικές λειτουργίες διακρίνονται κατά το ότι υπάρχουν
και ολοκληρώνονται μόνο εφόσον εκφράζονται με λόγια προς ένα άλλο νοήμον ον —δηλαδή
υπάρχουν στο βαθμό που (1) απευθύνονται προς ένα άλλο πρόσωπο, (2) κατανοούνται
από αυτό το πρόσωπο, και (2) αναλαμβάνονται από αυτό με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
Αυτό
δεν σημαίνει απλώς ότι οι λεκτικές νοητικές λειτουργίες πρέπει να πραγματωθούν
ή να ολοκληρωθούν μέσα σε κάποιο εξωτερικό μέσον. Σημαίνει επίσης, ότι υπάρχουν
μόνο στο βαθμό που απευθύνονται εκφραστικά προς ένα άλλο νοήμον ον —ειδάλλως
δεν υφίστανται διόλου.
Βέβαια,
διευκρινίζει ο Μοράν, υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε αυτούς τους δυο όρους, δηλαδή
(α) τον όρο ότι το μέσο έκφρασης πρέπει να είναι γλωσσικό και (β) τον όρο ότι η
μορφή έκφρασης πρέπει να είναι έκφραση προς ένα άλλο πρόσωπο. Όμως ο Ρηντ
θεωρεί ξεκάθαρα ότι αυτοί οι δυο όροι συνδέονται πάρα πολύ στενά μεταξύ τους. Πώς
θα το καταλάβουμε αυτό;
Θα
το κατανοήσουμε, τονίζει ο Μοράν, μόνο εάν εμπεδώσουμε την ιδιαίτερη μορφή έκφρασης που έχει κατά νου ο Ρηντ και
στην οποία το μέσο της ομιλίας είναι,
αν όχι αναγκαίο, οπωσδήποτε πάντως παραδειγματικό. Πράγματι, για τον Ρηντ η
έκφραση προς ένα άλλο νοήμον ον, προς έναν άλλο ομιλητή, είναι ουσιώδες και όχι συμπτωματικό στοιχείο των
συντελεστικών λειτουργιών του νου.
Οι κοινωνικές
νοητικές πράξεις ως μετοχή του άλλου
Παρ’
όλα αυτά, η κοινωνική φύση αυτών των νοητικών λειτουργιών δεν εξαντλείται στο
γεγονός ότι έχουν συγκεκριμένη απεύθυνση προς ένα άλλο νοήμον ον. Όπως τονίζει
ο Μοράν, η πρόκληση του Ρηντ στη συνηθισμένη, ατομοκεντρική έννοια των «γνήσια
νοητικών» συντελεστικών λειτουργιών είναι πολύ συνολικότερη, διότι (όπως
βλέπουμε στο απόσπασμα) επιμένει πως οι νοητικές πράξεις που περιγράφει «δεν μπορούν καν να υπάρξουν εάν δεν εκφραστούν
με λέξεις ή με σημεία, και αν δεν γνωστοποιηθούν στον άλλον, που μετέχει σε
αυτές».
Επομένως,
ουσιώδες χαρακτηριστικό τους δεν είναι μόνο η έκφρασή τους, και μάλιστα η
απεύθυνσή τους προς ένα άλλο νοήμον ον, αλλά και το ότι αυτό το άλλο νοήμον ον πρέπει να τις γνωρίζει, να τις αναγνωρίζει και
να «μετέχει» στην πραγμάτωση και την ολοκλήρωσή τους.
Κατά
συνέπεια, μια νοητική λειτουργία περιγράφεται ως κοινωνική όχι μόνο ως προς το στόχο και το πλαίσιό της, αλλά ως
προς την ενεργό μετοχή ενός άλλου προσώπου,
το οποίο δεν πρέπει να έχει απλώς επίγνωση αυτού που του απευθύνει εκφραζόμενο
το πρώτο πρόσωπο, αλλά πρέπει και να
κάνει κάτι και αυτό —δηλαδή έχει και αυτό να παίξει ένα
ρόλο στην ολοκλήρωση αυτής της
νοητικής πράξης.
Ο
Μοράν επισημαίνει ότι ίσως εδώ να μοιάζει κάπως σκοτεινή η έννοια της
ολοκλήρωσης. Πράγματι, αναρωτιέται κανείς: Τι θα ήταν άραγε μια νοητική
συντελεστική λειτουργία, η οποία «δεν θα υπήρχε διόλου» εάν δεν εκφραζόταν και δεν
γνωστοποιούνταν σε ένα άλλο πρόσωπο; Πώς θα μπορούσε ν’ αποτελεί αντικείμενο
έκφρασης ή γνώσης, εάν δεν υφίσταται πριν
να εκφραστεί ή γνωστοποιηθεί;
Ασφαλώς,
θυμίζει ο Μοράν, κανείς δεν διαφωνεί ότι υπάρχουν κοινωνικές πράξεις, οι οποίες
απαιτούν δυο ή περισσότερα πρόσωπα σε κάποιου είδους σχέση μεταξύ τους προκειμένου να υπάρξουν. Όμως πολλοί
αμφιβάλλουν πως υπάρχουν νοητικές λειτουργίες,
οι οποίες υπάρχουν μόνο εάν εμπλέκονται με τον ίδιο τρόπο περισσότερα του ενός
πρόσωπα, όπου το καθένα παίζει το δικό του ρόλο.
Σύμφωνα
με όσους προβάλλουν αυτή την αμφιβολία, θα ήταν καλύτερο να θεωρήσουμε πως οι λεγόμενες
«κοινωνικές νοητικές πράξεις» πρέπει πάντοτε να αναλύονται σε δυο μέρη: από τη
μια μεριά σε ένα καθαρά «νοητικό» μέρος· και από την άλλη στους ποικίλους
τρόπους με τους οποίους ένα πρόσωπο μπορεί να εκδηλώσει ή να εκφράσει την
καθαρά νοητική κατάστασή του, αποσκοπώντας στην κατανόηση από την πλευρά των
άλλων και στη συνεργασία μαζί τους.
Ο
ίδιος ο Ρηντ επισημαίνει αυτή την «κοινή άποψη των Φιλοσόφων», σύμφωνα με την
οποία «οι κοινωνικές συντελεστικές λειτουργίες του νου δεν διαφέρουν ιδιαίτερα
από τις μονήρεις, αλλά είναι απλώς διαφόρων ειδών τροποποιήσεις ή συνθέσεις των
μονήρων συντελεστικών λειτουργιών μας, και σε τελική ανάλυση ανάγονται σε αυτές».
Υποστηρίζει ωστόσο, πως μια τέτοια αναγωγή
είναι «τρομακτικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη».
«Λέω
σε κάποιον κάτι που ξέρω»:
μια
σχέση με κάτι που υπερβαίνει τη διϋποκειμενικότητα
Ο
Μοράν μας καλεί εδώ να προσέξουμε το εξής. ΟΡηντ, μαζί με τα «δίνω μια εντολή, ή
μια υπόσχεση, να κάνω μια ερώτηση, ή ζητώ μια χάρη», συγκαταλέγει στις
κοινωνικές πράξεις του νου και «το να δίνει κανείς μαρτυρία για ένα γεγονός», δηλαδή το να πει
κανείς κάτι που ξέρει σε κάποιον άλλο. Επομένως, η μετάδοση γνώσης από ένα
πρόσωπο σε ένα άλλο συγκαταλέγεται στις γνήσια κοινωνικές νοητικές πράξεις, εφόσον
όλες αυτές οι πράξεις συνίστανται στη διαπραγμάτευση
και την αναπροσαρμογή των κανονιστικών θέσμιων μεταξύ των ανθρώπων, η οποία
λαβαίνει χώρα συχνά μέσα στο πλαίσιο πολύ συγκεκριμένων κοινωνικών ρόλων.
Όλες
αυτές οι πράξεις, εξηγεί ο Μοράν, ανήκουν στις βασικότερες ανθρώπινες εκφράσεις
της διϋποκειμενικότητας. Ωστόσο, η πράξη του «να δίνει κανείς μαρτυρία για ένα
γεγονός», θέτει το δικό της, ξεχωριστό σύνολο ζητημάτων. Αντίθετα από την περίπτωση
όπου κάποιος δίνει μια εντολή, εδώ δεν απαιτείται κανένας ιδιαίτερος ρόλος προκειμένου
να πει κανείς κάτι που ξέρει σε κάποιον άλλον. Όταν λέει κανείς κάτι που ξέρει
σε κάποιον άλλο, δεν μεταβάλει απλώς τις υποχρεώσεις μεταξύ δυο προσώπων. Αυτό που
κάνει είναι επίσης, και μάλιστα κεντρικά, μια
σχέση προς κάτι το οποίο υπερβαίνει τα δυο εμπλεκόμενα πρόσωπα καθώς και τη μεταξύ τους σχέση. Συγκεκριμένα, είναι μια σχέση προς το ίδιο το μαρτυρούμενο γεγονός, η
αλήθεια του οποίου είναι ανεξάρτητη από την κοινωνική νοητική πράξη αυτή
καθαυτή.
Ωστόσο,
πρέπει εδώ να προσέξουμε διότι, παρ’ όλο που η μαρτυρία ενός γεγονότος είναι
κατ’ ανάγκη εξωστρεφής και υπερβαίνει
τη διϋποκειμενική κοινωνική σχέση προς την επικαλούμενη ανεξάρτητη αλήθεια, όταν
αναφερόμαστε στη «μετάδοση της γνώσης» υιοθετούμε συνήθως μια εσωστρεφή οπτική θεωρώντας ότι πρόκειται
για τη «μεταφοράς κάποιου πράγματος από τον ένα νου στον άλλο» —της γνώσης εν
προκειμένω.
Πράγματι,
λέει ο Μοράν, εάν θεωρούμε τη γνώση ενός γεγονότος ως κάτι που «εμπεριέχεται»
σε ένα νου και «μεταφέρεται» σε έναν άλλο νου, τότε ο ρόλος της έκφρασης δεν
μπορεί να είναι παρά συμπτωματικός και όχι ουσιώδης. Σε αυτή την περίπτωση,
ρόλος της έκφρασης θα είναι απλώς να εκδηλώνει προς τα έξω κάτι που κατέχει ένα
άτομο και που, χωρίς την «έκφραση», θα υπήρχε αυτούσιο αλλά παρέμενε απλώς ιδιωτικό,
ή αόρατο για τους άλλους.
Σύμφωνα
με μια τέτοια αντίληψη, δεν υπάρχει τίποτα το ουσιωδώς κοινωνικό στη μαρτυρία —κοινωνικό τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο
με τον οποίο μπορούμε να πούμε ότι, π.χ., το «δίνω μια εντολή, ή μια υπόσχεση»
είναι πράξεις που συνίστανται ουσιωδώς στη μεταβολή
των κανονιστικών σχέσεων μεταξύ προσώπων.
Μια άλλη ιδέα για
την έννοια της έκφρασης
Αντίθετα
από μια τέτοια αντίληψη, ο Ρηντ δίνει έμφαση σε πράξεις όπως το να λέει κανείς κάτι σε κάποιον, χωρίς όμως να τις
αντιλαμβάνεται ως «πρόσβαση» του ενός νου στον άλλο νου, ούτε ως «μεταφορά από
τον ένα νου στον άλλο», δηλαδή ως υπερπήδηση των ορίων που χωρίζουν ένα νου από
έναν άλλο. Στη δική του οπτική οι κοινωνικές νοητικές πράξεις πραγματώνονται
και ολοκληρώνονται μέσα από την από
κοινού μετοχή σε διϋποκειμενικές πράξεις, οι οποίες:
1) φέρνουν σε σχέση μια διακριτή
υποκειμενικότητα με μια άλλη,
2) λαμβάνοντας χώρα στη δημόσια σφαίρα, στην ανοικτή και φανερή έκφραση,
3) η οποία αποτελεί ουσιώδες και όχι συμπτωματικό
χαρακτηριστικό τους.
Κατά
συνέπεια, η ιδέα μιας νοητικής πράξης
της οποίας η έκφραση αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό, φαίνεται πως απαιτεί μια
διαφορετική έννοια «έκφρασης» σε ό,τι αφορά τα νοητικά φαινόμενα.
Διότι μέσα στο
πλαίσιο που προσδιορίζει η αντίληψη του Ρηντ, δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε, όπως
κάνουμε συνήθως, την έκφραση ως εκδήλωση κάποιου πράγματος, το οποίο υποτίθεται
πως είναι ολοκληρωμένο αυτό καθαυτό αλλά παραμένει κρυμμένο μέσα σε ένα μέσον διαφορετικό
από την έκφραση (π.χ. τον εγκέφαλο). Σε αυτό το νέο πλαίσιο, η ομιλία και η μαρτυρία
κάποιου γεγονότος δεν πρέπει να κατανοούνται σαν κάποιου είδους «παράθυρα» προς
μια «εσωτερική» νοητική
πραγματικότητα η οποία θα υπήρχε αυτούσια και απλώς θα έμενε απρόσιτη χωρίς
αυτά. Απεναντίας, η ομιλίας και η μαρτυρία κάποιου γεγονότος θα πρέπει να
κατανοηθούν ως πράξεις, οι οποίες,
για να υπάρξουν, να πραγματωθούν και να ολοκληρωθούν απαιτούν δυο διακεκριμένα μέρη, που το καθένα έχει να παίξει το δικό του ρόλο.»
Richard
Moran, The Exchange of Words: Speech,
Testimony and Intersubjectivity
(Oxford University Press, 2018)
1 σχόλιο:
Ευχαριστούμε για την παρουσίαση τέτοιων σημαντικών κειμένων!
Δημοσίευση σχολίου